μηχανοδίφης

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνοδίφης Medium diacritics: μηχανοδίφης Low diacritics: μηχανοδίφης Capitals: ΜΗΧΑΝΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: mēchanodíphēs Transliteration B: mēchanodiphēs Transliteration C: michanodifis Beta Code: mhxanodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (διφάω) inventing artifices or machines, Ar.Pax 790.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, der Mittel u. Kunstgriffe aufsucht u. braucht, Ar. Pax 769.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui est à la recherche d'expédients.
Étymologie: μηχανή, διφάω.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνοδίφης: ου (ῑ) ὁ досл. изобретатель машин, перен. затейник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ, (δῑφάω) ὁ εὑρίσκων τεχνάσματα ἢ μηχανάς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

Greek Monolingual

μηχανοδίφης, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ» πρβλ. αστροδίφης, φυσιοδίφης].

Greek Monotonic

μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μηχᾰνο-δίφης, ου, ὁ, [δῑφάω]
inventing artifices, Ar.