ακαχίζω

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

ἀκαχίζω (Α)
1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432)
2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε -ίζω) τ. του ρήματος ἄχομαι, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και παρακειμένου του ρ. ἄχομαι: ἤκαχε, ἀκάχησε, ἀκάχημαι, καθώς και τον ένεστ. τ. ἀκαχύνω].