αμάζευτος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
(και αμάζωχτος και αμάζωτος), -η, -ο μαζεύω
αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος
2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος
3. για το σπίτι κυρίως) αυτός που δεν τακτοποιήθηκε, ασυμμάζευτος, ατακτοποίητος
4. αδίπλωτος, ατύλιχτος
5. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν συναθροίστηκε, δεν συγκεντρώθηκε, ο ασυνάθροιστος
β) αυτός που δεν συμμαζεύεται, δεν περιορίζεται, άσωτος, ρέμπελος.