εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
η (Α ἀναβαθμίς)
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. μικρή φορητή σκάλα
2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαθμίς].