αναπετάννυμι

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356

Greek Monolingual

και -ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και -ύω και ἀναπετῶ) πετάννυμι
1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω
2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο
αρχ.
1. φανερώνω, εκθέτω
2. διαχέω, διασκορπίζω
3. μέσ. ξαπλώνομαι φαρδύς πλατύς.