αντιπαροχή
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
η
1. η ανταπόδοση παροχής, η αμοιβαία παροχή
2. «σύμβαση ανοικοδόμησης επί αντιπαροχή» — η σύμβαση που συνάπτεται ανάμεσα σε ιδιοκτήτη ακινήτου και εργολήπτη οικοδομικών εργασιών. Με αυτήν ο δεύτερος αναλαμβάνει την οικοδόμηση στη θέση του ακινήτου πολυώροφου οικοδομήματος, μέρος του οποίου παραμένει ως αντιπαροχή στον ιδιοκτήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπαρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].