άρδω

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

ἄρδω (Α)
Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω
2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο
3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους
β) ποτίζω τη γη
II. (-ομαι)
1. (για πρόσωπα) πίνω
2. ποτίζομαι
3. υδρεύομαι
4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία και ανθηρή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Το ότι ο τ. προέρχεται από αFάρδω ( > Fάρδω > ἄρδω) ενισχύεται από τη μαρτυρία του Ηρωδιανού για το αρχ. . Δεν φαίνεται πιθ. η σύνδεση τόσο με τον τ. ερράδαται (< -Fράδαται < ραίνω), του οποίου το -δ- είναι υστερογενές, όσο και με τους τ. των βαλτικών γλωσσών werdīt «αναβλύζω» (Λεττιτική) και versme% «πηγή» (Λιθουανική), οι οποίοι διαφέρουν σημασιολογικά από το άρδω.