άτυχος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄτυχος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τύχη, κακότυχος
2. ο ταπεινής καταγωγής
3. εκείνος που δεν φέρνει καλή τύχη, καταραμένος
4. κακός, πονηρός
5. δύστροπος
νεοελλ.
ανέντιμος
μσν.
1. ελεεινός, τιποτένιος
2. ανόητος
3. εξαντλημένος, αδύνατος.