ἀφία

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφία Medium diacritics: ἀφία Low diacritics: αφία Capitals: ΑΦΙΑ
Transliteration A: aphía Transliteration B: aphia Transliteration C: afia Beta Code: a)fi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lesser celandine, Ranunculus Ficaria, Thphr.HP7.7.3.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, eine wilde, eßbare Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφία: (;) ἡ, εἶδος ἐδωδίμου φυτοῦ ἀγρίου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7, 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bot. celidonia menor, ficaria, Ranunculus ficaria L., Thphr.HP 7.7.3.

Greek Monolingual

ἀφία, η (Α)
το φυτό αφία η μεγανθής, ζοχαδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του Θεοφράστου με το αφιέναι (το άνθος) του αφίημι «εκφύω, παράγω, βγάζω (για φυτά)» οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία παρά την προσπάθεια να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. apium «σέλινο» και με ιλλυρ. ap- «νερό»].