ἀχολία

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Mangel an Galle, Sanftmuth, Plut. neben πρᾳότης cons. ad ux. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχολία: ἡ, ἔλλειψις χολῆς, ἀοργησία, Πλούτ. 2. 608D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de bile, càd caractère doux.
Étymologie: ἄχολος.

Greek Monolingual

η (AM ἀχολία) άχολος νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολής
αρχ.
πραότητα.