βλάβω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (Autenrieth)
aor. ἔβλαψα, βλάψα, pass. pres. βλάβεται, perf. part. βεβλαμμένος, aor. 1, 3 pl., ἐβλάφθησαν, part. βλαφθείς, aor. 2 ἐβλάβην, 3 pl. ἔβλαβεν, βλάβεν: impede, arrest; τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου, Od. 1.195; (ἵππω) ὄζῳ ἐνὶ βλαφθέντε, ‘caught’ in, Il. 6.39, Il. 15.647 ; βλάψε δέ οἱ φίλα γούνατα, Il. 7.271; so pass., βλάβεται γούνατα, ‘totter,’ Od. 13.34 ; βεβλαμμένον· ἦτορ, ‘arrested in life's flow,’ i. e. ‘wounded in the heart,’ Il. 16.660; metaph., harm the mind., infatuate; τὸν δέ τις ἆθανάτων βλἁψε φρένας, Od. 14.178; and without φρένας, (-Ἄτη) βλάπτουσ' ἀνθρώπους, Il. 9.507; pass., βλαφθείς, Il. 9.512.
Greek Monolingual
βλ. βλάπτω.