γιατρεύω
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
και ιατρεύω (AM ἰατρεύω) ιατρός
1. θεραπεύω
2. ανακουφίζω ή παρηγορώ κάποιον
3. διορθώνω, επανορθώνω.