δαῦλον

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαῦλον Medium diacritics: δαῦλον Low diacritics: δαύλον Capitals: ΔΑΥΛΟΝ
Transliteration A: daûlon Transliteration B: daulon Transliteration C: daylon Beta Code: dau=lon

English (LSJ)

ἡμίφλεκτον ξύλον, Hsch.; cf. δαελός.

Greek Monolingual

δαῡλον, το (Α)
μισοκαμένο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα του Ησυχίου (δαύλον
ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. του δαλός < δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»].