Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Full diacritics: δαῦλον | Medium diacritics: δαῦλον | Low diacritics: δαύλον | Capitals: ΔΑΥΛΟΝ |
Transliteration A: daûlon | Transliteration B: daulon | Transliteration C: daylon | Beta Code: dau=lon |
ἡμίφλεκτον ξύλον, Hsch.; cf. δαελός.
δαῡλον, το (Α)
μισοκαμένο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα του Ησυχίου (δαύλον
ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. του δαλός < δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»].