δαῦλον

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαῦλον Medium diacritics: δαῦλον Low diacritics: δαύλον Capitals: ΔΑΥΛΟΝ
Transliteration A: daûlon Transliteration B: daulon Transliteration C: daylon Beta Code: dau=lon

English (LSJ)

ἡμίφλεκτον ξύλον, Hsch.; cf. δαελός.

Greek Monolingual

δαῡλον, το (Α)
μισοκαμένο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα του Ησυχίου (δαύλον
ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. του δαλός < δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»].