διαπερνώ

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

(AM διαπερῶ, -άω) περνώ
1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα
2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω
3. εισχωρώ, διεισδύω
αρχ.
1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι
2. διέρχομαι
3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά
4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» — εξουσιάζω όλη τη Μολοσσία.