ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(AM διαπερῶ, -άω) περνώ
1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα
2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω
3. εισχωρώ, διεισδύω
αρχ.
1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι
2. διέρχομαι
3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά
4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» — εξουσιάζω όλη τη Μολοσσία.