διαστηρίζω

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστηρίζω Medium diacritics: διαστηρίζω Low diacritics: διαστηρίζω Capitals: ΔΙΑΣΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: diastērízō Transliteration B: diastērizō Transliteration C: diastirizo Beta Code: diasthri/zw

English (LSJ)

   A make firm, strengthen, AP6.203 (Laco or Phil.):— Pass., prop oneself up, secure one's footing, Hp.Ep.17.    II fix firmly, Nonn.D.2.659, 36.369.

German (Pape)

[Seite 604] (s. στηρίζω), fest stützen, Hippocr. u. sp. D., wie Phil. 9 (VI, 203).

Greek (Liddell-Scott)

διαστηρίζω: στερεῶ, ἐνισχύω, Ἀνθ. Π. 6, 203. - Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἔχω τὰ βήματα ἀσφαλῆ, Ἱππ. Ἐπ. 1280.

French (Bailly abrégé)

rendre solide, affermir.
Étymologie: διά, στηρίζω.

Spanish (DGE)

1 fortalecer ἀμφίχωλον ... σκέλος ... διεστήριζεν Αἰτναίη λιβάς AP 6.203 (Laco o Phil.)
part. διεστηριχώς firme, sólido τῶν δὲ ἡνωμένων ... τὰ δὲ παχέα τε καὶ διεστηριχότα Anon.Lond.21.50.
2 sujetar firmemente, fijar (ὁλκάδα) δεσμῷ ... διεστήριξε θαλάσσῃ Nonn.D.36.369, cf. 2.659
en v. med. μόγις οὖν διαστηριζόμενος διῆλθον apenas si podía andar con paso seguro Hp.Ep.17.3.

Greek Monolingual

διαστηρίζω (Α)
1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω
2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά
3. στερεώνω, προσηλώνω.