ἐγκάθισμα

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκάθισμα Medium diacritics: ἐγκάθισμα Low diacritics: εγκάθισμα Capitals: ΕΓΚΑΘΙΣΜΑ
Transliteration A: enkáthisma Transliteration B: enkathisma Transliteration C: egkathisma Beta Code: e)gka/qisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sitz-bath, Dsc.3.113, Gp.12.23.5, Sor.1.56, etc.    II dwelling on a syllable in pronunciation, D.H.Comp. 20,22 fin.

German (Pape)

[Seite 703] τό, 1) das Darinsitzen, besonders im Dampfbade, Medic. – 2) bei Sp. das Auflauern, der Hinterhalt. – 3) bei D. Hal. C. V. das Anhalten, Anstoßen in der Rede bei den (schwierig auszusprechenden) Consonanten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκάθισμα: τό, λουτρὸν ἐξ ἀτμοῦ διὰ τὰ κάτω μέρη τοῦ σώματος κυρίως διὰ γυναῖκας πρὸς ἀγωγὴν τῶν ἐμμήνων, Διοσκ. 3. 127. ΙΙ. ἀνακοπὴ ἐν τῇ προφορᾷ συλλαβῆς λέξεώς τινος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 20, 22, ἐν τέλ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. baño de asiento ἡ ῥίζα (ἀκόρου) ... ὠφελεῖ ... εἰς ἐγκάθισμα ... πρὸς τὰ γυναικεῖα Dsc.1.2, cf. 7, ἐγκαθίσματα ταῖς αἱμορραγούσαις Paul.Aeg.3.62.3, cf. Crateuas Fr.3, Cyran.1.1.97, Sor.3.4.135, Philum. en Aët.9.19, Ael.Prom.65.29.
2 gram. pausa, demora en la dicción αἱ δὲ μακραὶ συλλαβαί, στηριγμούς τινας ἔχουσαι καὶ ἐγκαθίσματα D.H.Comp.20.14, cf. 22.44.
3 alquim. dispositivo interno ὄργανα ... ἔχοντα ἐγκάθισμα ὡσεὶ δρακοντῶδες aparatos con un dispositivo interno en forma de serpiente, e.d., un serpentín Zos.Alch.Comm.Gen.2.1.

Greek Monolingual

ἐγκάθισμα, το (Α)
ατμόλουτρο για τα γεννητικά όργανα.