Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
η (AM ἔκχυσις)
χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμο
νεοελλ.
1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού)
2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωση
μσν.
(για ευεργέτημα) προσφορά, παροχή
αρχ.
1. χύσιμο αίματος
2. οχετός
3. (για πύον) διάχυση.