εξομματώ

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

ἐξομματῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάποιον να δει, του ανοίγω τα μάτια
2. διασαφώ
3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια
4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)].