επισημοποιώ

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι επίσημο, δίνω επίσημο χαρακτήρα («ήθελαν να επισημοποιείται με συνάλλαγμα η πράξις τους», Καρκαβίτσας)
2. επισφραγίζω, επιβεβαιώνω επίσημα («επισημοποίησε τον αρραβώνα του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίσημος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Φαρσή].