επιπόλαιος

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιπόλαιος, -ον
θηλ. και ἐπιπολαία)
1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ.
β. «επιπόλαιες αγάπες»)
2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά («επιπόλαιο τραύμα»)
αρχ.
1. αυτός που προεξέχει
2. φανερός, πρόδηλος, καταφανής («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», Αριστοτ.)
3. (για υπνο) ήσυχος, ελαφρός («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», Λουκιαν.)
4. κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾱν», Δημοσθ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιπόλαιον
το επίπλοον
6. «επιπόλαια χρήματα» επιγρ.
η κινητή περιουσία, τα έπιπλα.
επίρρ...
επιπολαίως και -α
επιφανειακά, όχι σε βάθος, ελαφρά, με επιπολαιότητα, χωρίς σαφή επίγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπολής (βλ. λ. επιπολή)].