ἐργάθω
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
German (Pape)
[Seite 1019] u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάθω.
French (Bailly abrégé)
v. *εἰργάθω.
Greek Monolingual
ἐργάθω και ἐργαθῶ, -έω (Α)
1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του είργω].