ευαρέσκεια
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
Greek Monolingual
η
1. το συναίσθημα της ηθικής ικανοποιήσεως, η ευχαρίστηση, η εκδήλωση ή η έκφραση ευχαριστήσεως («σάς εκφράζω την ευαρέσκειά μου»)
2. η ηθική αμοιβή που απονέμεται από την προϊστάμενη αρχή στους υφισταμένους της διοικητικούς υπαλλήλους λόγω της πρόθυμης εκτελέσεως τών καθηκόντων τους σε μιαν ειδική περίπτωση («ο υπουργός εξέφρασε την ευαρέσκεια του στους τμηματάρχες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρέσκεια. Η λ. μαρτυρείται από τον περασμένο αιώνα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].