ευκραής

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

εὐκραής, -ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής)
μσν.
(για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα
αρχ.
1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.)
2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.)
3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.
επίρρ...
εὐκραῶς (Μ)
ήπια, μέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από το ευκράς (ευ + κεράννυμι) + -αής, τ. στον οποίο εμφανίζεται ως β' συνθετικό το αμφίβολο άος «αέρας», γλώσσα του άημι. Θεωρήθηκε λανθασμένα αντώνυμο του ακραής (ακρ-αής και όχι α-κραής). Αναλογικά σχηματίστηκε τ. δυσ-κραής].