ἡλιόβολος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόβολος Medium diacritics: ἡλιόβολος Low diacritics: ηλιόβολος Capitals: ΗΛΙΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hēlióbolos Transliteration B: hēliobolos Transliteration C: iliovolos Beta Code: h(lio/bolos

English (LSJ)

ον,

   A exposed to the sun, sunny, of places, Thphr.CP4.12.3.

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡλιόβολος, -ον)
(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος
νεοελλ.
1. ο ηλιοβαρεμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο
η ηλιακή ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. αεί-βολος, καλλί-βολος].