θηλύκωμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
το θηλυκώνω
1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων του ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα
2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών του άκρου της μιας σε αντίστοιχα κατασκευασμένα κοιλώματα του άκρου της άλλης
3. (για θύρα ή παράθυρο) η προσαρμογή του σιδερένιου στροφέα στη στρόφιγγα
4. περιτύλιξη.