θωρηκτής
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (θωρήσσω)
A armed with θώραξ, Ἀργείοισι θωρηκτῇσι Il.21.429; Λυκίων, Τρώων πύκα θωρηκτάων armed with stout cuirass, 12.317,15.689.
German (Pape)
[Seite 1230] der Geharnischte, Gewappnete, Τρῶες, Ἀργεῖοι, Il. 15, 689. 21, 429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
guerrier cuirassé.
Étymologie: θωρήσσω.
English (Autenrieth)
(θωρήσσω): cuirassed, wellcuirassed. (Il.)
Greek Monolingual
θωρηκτής, ὁ (Α) θεωρήσσω
οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.).