καθηλώνω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

(AM καθηλῶ, -όω, Α και κατηλῶ)
1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.)
2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο στις θέσεις του» β. «από τη συγκίνηση έμεινε καθηλωμένος πάνω στο βήμα» γ. «καθηλώνω το βλέμμα μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθηλώνω < καθηλῶ (< κατ(α)- + ἡλῶ «καρφώνω» < ἧλος «καρφί»].