κέδμα
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Greek Monolingual
κέδμα, τὸ (Α)
(αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα
α) κιρσοί
β) κατά πλάτος διαστολή της κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το κήδω με τη σημ. «ταράσσω, ενοχλώ»].