κελάδημα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδημα Medium diacritics: κελάδημα Low diacritics: κελάδημα Capitals: ΚΕΛΑΔΗΜΑ
Transliteration A: keládēma Transliteration B: keladēma Transliteration C: keladima Beta Code: kela/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A rushing sound, Ζεφύρου E.Ph.213 (lyr.); ποταμῶν Ar.Nu.283 (anap.); later, of any loud sound, κ. σάλπιγγος AP6.350 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1413] τό, das Geräusch, das Brausen; des Windes, Eur. Phoen. 221; ποταμῶν Ar. Nubb. 283.

Greek (Liddell-Scott)

κελάδημα: τό, ἦχος ὁρμητικός, Ζεφύρου, Εὐρ. Φοίν. 213· ποταμῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 283.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bruit retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Greek Monolingual

και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) κελαδώ
νεοελλ.
το τραγούδι τών πουλιών
αρχ.
ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.).