κνισμός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνισμός Medium diacritics: κνισμός Low diacritics: κνισμός Capitals: ΚΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: knismós Transliteration B: knismos Transliteration C: knismos Beta Code: knismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A itching, tickling, S.Fr.537; irritation, Ar.Pl.974; lovers' quarrel, Alciphr.1.29.    II tune for the flute, Tryphoap. Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 1461] ὁ, = κνησμός, unangenehmer Reiz, Jucken auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι κνισμός τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100.

Greek (Liddell-Scott)

κνισμός: ὁ, κνησμός, «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, γαργαλισμός, μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974˙ ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. κνίσμα. ΙΙ. εἶδος ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, excitation des sens.
Étymologie: κνίζω.

Greek Monolingual

ο (Α κνισμός) κνίζω
κνησμός, φαγούρα
αρχ.
1. εξοργισμός, εξερεθισμός
2. (στους εραστές) φιλονικία
3. είδος χορού
4. είδος αυλήσεως.