κοπιάτης
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,
A grave-digger, Cod.Theod. 13.1.1, 16.2.15, Just.Nov.59.2, Gloss.:—also κοπιᾶς, ᾶτος, ὁ, in dat. pl. κουπιᾶσιν (sic) BCH24.306 (Philippi).
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, der Todtengräber, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοπιάτης: ᾱ, ου, ὁ, ὁ σκάπτων τάφους, νεκροθάπτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 9227, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
κοπιάτης, ὁ (ΑM) κοπιώ
αυτός που έχει ως επάγγελμα να σκάβει τάφους, νεκροθάφτης
αρχ.
εργατικό, φιλόπονο άτομο.