κορυβαντιώ
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
Greek Monolingual
κορυβαντιῶ, -άω (Α) Κορύβας
1. γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό σαν τους Κορύβαντες («πολύ μοι μᾱλλον ἢ τῶν κορυβαντιώντων ἥ τε καρδία πηδᾷ», Πλάτ.)
2. φρ. «κορυβαντιώ περί τι» — μαίνομαι, είμαι μανιακός, ξετρελαμένος με κάτι
3. παλεύω με τον ύπνο, κουτουλάω από τη νύστα, κατανεύω και αιφνίδια σηκώνω πάλι το κεφάλι («ἀλλ' ή παραφρονεῑς ἐτεὸν ἢ κορυβαντιᾷς;», Αριστοφ.)
3. κοιμάμαι με ανοιχτά τα μάτια.