τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
και κραίνω (Μ κρένω)
λέγω, μιλώ
νεοελλ.
απευθύνω τον λόγο προς κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρίνω μεταπλασμένος τ. ενεστώτα κατά τα πολλά ρήματα σε -αίνω (-eno) και κατά το πρότυπο ρ. όπως έπλυνα: πλένω (αντί -πλύνω)].