Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λαγάζω, κατά τα ρ. σε -ιάζω].