μητρόξενος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόξενος Medium diacritics: μητρόξενος Low diacritics: μητρόξενος Capitals: ΜΗΤΡΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: mētróxenos Transliteration B: mētroxenos Transliteration C: mitroksenos Beta Code: mhtro/cenos

English (LSJ)

(Dor. ματρό- Hsch.), ὁ,

   A bastard, Poll.3.21.—Rhod. word, acc. to Sch.E. Alc.989.

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, der Bastard, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόξενος: -ον, νόθος, «τὸν δὲ νόθον καὶ μητρόξενον ἔνιοι καλοῦσι» Πολυδ. Γ΄, 21· - Ροδία λέξις, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1001, πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μητρόξενος, δωρ. τ. ματρόξενος, -ον (Α)
νόθος γιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ξένος.