μετασύγκριση

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

η (Α μετασύγκρισις) μετασυγκρίνω
νεοελλ.
θεραπευτική μέθοδος η οποία συνίσταται στη βαθμιαία τόνωση του ασθενούς ύστερα από χρόνιο νόσημα και στη μεταβολή της δίαιτάς του καθώς και στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων τα οποία προκαλούν εφίδρωση του οργανισμού
αρχ.
βελτίωση της εσωτερικής κατάστασης του ανθρώπινου σώματος με την αφαίρεση, διά μέσου τών πόρων του δέρματος, τών νοσογόνων χυμών.