Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο λανάρι1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών.