Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέπι

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα
νεοελλ.
1. μετάλλινο πετάλιο σε ένα αντικείμενο, φολίδα
2. βοτ. α) φύλλο, κατά κανόνα πολύ απλό ως προς τη μορφή και την κατασκευή του, το οποίο είναι στενά εφαρμοσμένο στο όργανο που το φέρει
β) φυτικό όργανο μικρού μεγέθους, πεπλατυσμένο συνήθως, που προέρχεται από ατροφικό φύλλο, αλλ. φυλλίδιο
νεοελλ.-μσν.
μικρή σκληρή κερατοειδής πλάκα που αποτελεί τμήμα του καλυπτήριου συστήματος πολλών ζώων, όπως τών ιχθύων, τών ερπετών, ορισμένων πτηνών και θηλαστικών κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέπι < λέπιον < λέπος.