λεοντώδης

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντώδης Medium diacritics: λεοντώδης Low diacritics: λεοντώδης Capitals: ΛΕΟΝΤΩΔΗΣ
Transliteration A: leontṓdēs Transliteration B: leontōdēs Transliteration C: leontodis Beta Code: leontw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A lion-like, ἤθη Arist.Pol.1338b19; παῖς λ. τὴν φύσιν Plu.Alex.2; τὸ λ. the leonine element, Pl.R.590a, Plot.1.1.7; lionheartedness, Plu.Fab.1. Adv. -δῶς Posidon.15 J.

German (Pape)

[Seite 29] ες, = λεοντοειδής; Plat. Rep. IX, 590 a; Arist. pol. 8, 4; Plut. öfter. – Adv., Ath. IV, 152 a.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντώδης: -ες, = λεοντοειδής, ὅμοιος λέοντι, ἤθη Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4, 2· ― τὸ λεοντῶδες, ἡ διάθεσις, τὸ πνεῦμα λέοντος, Πλάτ. Πολ. 590Β. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀθήν. 152Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. λεοντοειδής ; τὸ λεοντῶδες PLUT nature de lion.
Étymologie: λέων, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α λεοντώδης, -ῶδες) λέων
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντοειδής («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντῶδες
α) η φύση του λιονταριού («ἡ δ' αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», Πλάτ.)
β) η γενναιότητα, η γενναιοψυχία («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῡ», Πλούτ.). Επιρρ. λεοντωδῶς (Α)
σαν λιοντάρι.