πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
το
1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση
2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε -ισμα (πρβλ. ακόν-ισμα)].