μακάρι
From LSJ
English (LSJ)
A would that... Hsch s.v. αἴθε, Suid. s.v. ὄφελες.
Greek Monolingual
και μαγάρι (AM μακάρι)
είθε
νεοελλ.-μσν.
έστω και, ακόμη και αν («δεν θέλω να τον δω μακάρι και ζωγραφιστό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριον, ουδ. του επιθ. μακάριος (πρβλ. μαζίον > μαζί) ή από τον πληθ. μακάριοι. Κατ' άλλους, < περσοτουρκ. meğer].