μαλθακίζομαι

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλθακίζομαι Low diacritics: μαλθακίζομαι Capitals: ΜΑΛΘΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malthakízomai Transliteration B: malthakizomai Transliteration C: malthakizomai Beta Code: malqaki/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E.Med.291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.    II relax, give in, Pl.R.458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.

Greek Monolingual

μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῡ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῑν ἐμὲ πλεῑν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).