μαρμαράς

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

ο (Μ μαρμαράς) μάρμαρο
νεοελλ.
1. αυτός που κατεργάζεται ή πουλάει μάρμαρα ή αυτός που ασχολείται με μάρμαρα, μαρμαρογλύφος
2. αυτός που τοποθετεί μαρμάρινα μέρη σε οικοδομές
3. ως κύρ. όν. ο Μαρμαράς
α) θαλάσσια περιοχή και οικισμός στην Προποντίδα
β) κοινή ονομασία της Προκοννήσου της Προποντίδας
4. φρ. «Θάλασσα του Μαρμαρά» — η Προποντίδα
μσν.
ο λιθοξόος.