μητροδίδακτος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροδίδακτος Medium diacritics: μητροδίδακτος Low diacritics: μητροδίδακτος Capitals: ΜΗΤΡΟΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: mētrodídaktos Transliteration B: mētrodidaktos Transliteration C: mitrodidaktos Beta Code: mhtrodi/daktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A taught by one's mother: nickname of Aristippus, Str. 17.3.22, D.L.2.83.

German (Pape)

[Seite 179] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.

Greek (Liddell-Scott)

μητροδίδακτος: -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.

Greek Monolingual

μητροδίδακτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διδαχθεί από τη μητέρα του
2. το αρσ. ως ουσ. μητροδίδακτος
παρωνύμιο του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς μητροδίδακτος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. θεο-δίδακτος, πατρο-δίδακτος].