μονοκλινής

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source

Greek Monolingual

-ές
1. το θηλ. ως ουσ. η μονοκλινής
γεωλ. απλή πτυχή σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία είναι σχετικά οριζόντια
2. φρ. «μονοκλινές σύστημα»
(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monocline (< μον(ο)- + -κλινής < κλίνω)].