μικρόχωρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with little land or soil, Str.3.4.19.
German (Pape)
[Seite 185] mit kleinem Lande, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόχωρος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν χῶρον, Στράβ. 166.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le terrain est peu étendu.
Étymologie: μικρός, χώρα.
Greek Monolingual
μικρόχωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό τόπο, που κατέχει μικρό Χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος].