οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω
2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα
3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος»)
4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω
5. (για στάχια) ωριμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ασπρίζω].