ξεσκεπάζω

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

1. βγάζω το σκέπασμα, αφαιρώ το κάλυμμα (α. «μην ξεσκεπάζεις το παιδί το βράδυ, γιατί θα κρυώσει» β. «ξεσκέπασε την κατσαρόλα να δεις αν έγινε το φαγητό»)
2. (μέσ. και παθ.) ξεσκεπάζομαι
α) βγάζω από πάνω μου τα σκεπάσματα, τη σκεπή, το κάλυμμα
β) αποκαλύπτω τον εαυτό μου ή αποκαλύπτομαι από άλλον
3. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω («κατόρθωσε να ξεσκεπάσει τη σκευωρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σκεπάζω.