μποϊκοτάζ

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

και μποϋκοτάζ, το
οικονομικός πόλεμος εναντίον ατόμου, επιχείρησης ή χώρας με λήψη διαφόρων μέτρων, όπως είναι ο αποκλεισμός, η διακοπή κάθε οικονομικής σχέσης, η αποφυγή κατανάλωσης, η άρνηση εξυπηρέτησης, η παρεμπόδιση εργασίας κ.ά., ο οποίος αποσκοπεί κυρίως στον εξαναγκασμό σε εκτέλεση ή μη μιας πράξης, στην αλλαγή στάσης ή τακτικής ή στην κάμψη και υποταγή του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boycottage < αγγλ. boycott, από το όν. του Άγγλου κτηματία James Boycott, που οι καλλιεργητές του του αρνήθηκαν οποιαδήποτε υπηρεσία].